- ιδιοσκεύασμα
- το, -ατοςφαρμακευτικό παρασκεύασμα για ορισμένες αρρώστιες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδιοσκεύασμα — το (ιδιως σε φρ.) «φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα» φάρμακο που φέρεται στην αγορά παρασκευασμένο εκ τών προτέρων σε ιδιαίτερη συσκευασία και έχει προστατευόμενη ονομασία … Dictionary of Greek
ερυθροσίνη — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ερυθρομυκίνη. Είναι ένωση ανάλογη προς την ηωσίνη και παράγεται με επίδραση ιωδίου σε φλουορεσκεΐνη σε αλκαλικό περιβάλλον. Το άλας της με νάτριο χρησιμοποιείται για τη βαφή του… … Dictionary of Greek
συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… … Dictionary of Greek
φαρμακευτικός — ή, ό / φαρμακευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαρμακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτική α) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη τής παρασκευής τών φαρμάκων β) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που … Dictionary of Greek
φαρμακοποιός — ο και η / φαρμακοποιός, όν, ΝΑ παρασκευαστής φαρμάκων νεοελλ. 1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φαρμακευτική, ο οποίος έχει την ευθύνη για την εκτέλεση τών συνταγών γιατρών, οδοντιάτρων και κτηνιάτρων και για την παρασκευή δοσολογικών μορφών… … Dictionary of Greek
λοσιόν — η άκλ. (λ. γαλλ.), υγρό αρωματισμένο ιδιοσκεύασμα που χρησιμοποιείται στην περιποίηση των μαλλιών και του δέρματος: Καθημερινά χρησιμοποιεί λοσιόν κατά της τριχόπτωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπεσιαλιτέ — η άκλ. (λ. γαλλ.) 1. φαρμακευτικό παρασκεύασμα για ορισμένη αρρώστια, ιδιοσκεύασμα. 2. φαγητό ή γλύκισμα που παρασκευάζεται με ιδιαίτερο τρόπο: Το ψητό γουρουνάκι είναι η σπεσιαλιτέ του καταστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)